- σφαή
- η, Ν. βλ. σφαγή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφαγή — η, ΝΜΑ, και σφαή Ν [σφάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σφάζω, σφάξιμο 2. συνεκδ. το μέρος τού τραχήλου τών ζώων στο οποίο μπήγουν οι σφαγείς το μαχαίρι νεοελλ. 1. ανατ. κοίλωμα πάνω από την λαβή τού στέρνου μεταξύ τών δύο στερνοκλειδικών… … Dictionary of Greek
φαΐ — το / φαγίον, ΝΜ, και φαγί και φαγεί και φαεί Ν, και φαγεῑον και φαγίν Μ φαγητό, έδεσμα νεοελλ. φρ. α) «άλλο φαΐ τώρα» ας αλλάξουμε θέμα β) «πήγε το φαΐ στην ράχη μου» από στενοχώρια ή ανησυχία δεν ευχαριστήθηκα το φαγητό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
φαγητό — το / φαγητόν, ΝΜ, και φαητό Ν καθετί που τρώγεται, έδεσμα, φαΐ νεοελλ. 1. γεύμα ή δείπνο («θα φύγουν μετά το φαγητό») 2. η όρεξη για φαγητό («εχάθηκεν ο ύπνος της κι εκόπη το φαητό της», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ρ. ἐσθίω… … Dictionary of Greek